ΗΤΑΝ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

Κάπου το πλοίο χάθηκε, μέσα στα κύματα άραξε.
Κουβαλούσε λέξεις, νοήματα αλλά και μικρά αθόρυβα συναισθήματα.
Η ελπίδα του ήταν ήσυχα αγκυροβολημένη στον βυθό.
Πώς να βρεί το θάρρος να τη σηκώσει εξάλλου;
Γυρισμός για τα εσώψυχα του δεν υπήρχε, ή αλλιώς δεν ήθελε να φανεί.
Θα ήταν άραγε το τέλος;

Στον αφρό της θάλασσας, έγερνε την πλώρη του να δροσιστεί.
Όλα για όλα όπως κι αυτή τη φορά.
Ήταν η γυναίκα θάλασσα που θα το ξεκούραζε από τους συναισθηματικούς του αγώνες.
Ήταν η γυναίκα θάλασσα, όμως όχι.
Έτσι προτίμησε. Έτσι πλήγωσε. Έτσι έπνιξε. Αυτή…

Αρμενίζοντας μέσα στις νύχτες, το φεγγάρι έκανε τη βουτιά του στην ακρογυαλιά.
Η χρυσόσκονη του, η μόνη συντροφιά του έναστρου ουρανού.
Του σκοτεινού και του ασημένιου μαζί.
Άχ και να ‘ξερες πώς κρυφά αγκαλιάζονται.
Πόσο θα ζήλευες που δεν είσαι κι εσύ εδώ.
Στο απέραντο μου σύμπαν.

Τοξικές οι απολαύσεις που δεν έχουν τ’ άρωμα σου.
Ηλιόλουστες οι νύχτες, μουντές οι ημέρες.
Τα κύματα νεκρώνουν, κι οι τουλίπες μαραζώνουν.
Είναι ψευδαίσθηση τα τόσα που συμβαίνουν.
Είναι τα όσα δε θα νιώσεις ποτέ.

 

Το πιο πάνω αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Πλατωνικό Ταξίδι»

[img]