ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ;
Οι άνθρωποι πορευόμαστε στη ζωή με μια ανυπάκοη ταχύτητα στη ρουτίνα της καθημερινότητας και κάνουμε πράγματα με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε τις περισσότερες φορές λόγω συνήθειας. Σπάνια αλλάζουν οι απόψεις σε θεωρίες ή στα πιστεύω μας, κι αυτό μοιάζει σαν αιώνια στάση ζωής που έχει φυλακίσει τα σύνορα του μυαλού και της καρδιάς, χωρίς να τα αφήνει να κάνουν μια αναβάθμιση, ή κατά κόσμο «update» σαν τα λειτουργικά συστήματα εταιρειών που ασχολούνται με την τεχνολογία. Το πρόγραμμα μας έχει μετατραπεί σε ένα προβλέψιμο σενάριο στο οποίο οποιαδήποτε αλλαγή φαντάζει εφιάλτης. Υπάρχει μέσα μας, ένα γραφείο απασχόλησης της συνείδησης, που υποκρίνεται τις περισσότερες φορές γιατί το θέλουμε, γιατί το προτιμούμε. Αισθάνομαι πως οι φορές που λειτουργούμε βίαια, είναι περισσότερες από αυτές που ίσως συγκινηθούμε να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό για να σκεφτούμε κάτι πριν το κάνουμε ή πριν το πούμε.
Είμαστε θύματα της ευκολίας. Ψάχνουμε το εύκολο χρήμα με μηδενικούς κόπους. Ζητούμε την εξουσία και τη δόξα χωρίς καν να πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι πως αξίζουμε κάτι τέτοιο. Στα ερεθίσματα της κοινωνίας, αντιδρούμε συνήθως χωρίς σκέψη, γι’ αυτό κι όταν πρέπει να καταθέσουμε κάποια συναισθήματα, αυτά και πάλι με τη σειρά τους είναι ασυναίσθητα. Άν προκύψει ποτέ το ευχάριστο να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας με συναισθήματα που οδηγούνται από μια αλήθεια, η επίδραση της συνείδησης μας θα λάβει και πάλι μέρος στο παιχνίδι, ώστε να διαλύσουμε αυτά που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε. Δεν το κατάλαβες, έτσι; Δεν ξέρω εάν είναι παγκόσμιο το φαινόμενο, αλλά αρκετές φορές είδα ανθρώπους να θέλουν να γκρεμίσουν τα είδωλα τους. Ανθρώπους σύμβολα της παιδικότητα και της ωριμότητας τους, να καταλήγουν να γίνονται ένα με τα σκουπίδια του ανούσιου λάιφ στάιλ. Μας αρέσει να ρίχνουμε όσα κτίζαμε, πιθανώς λόγω δικής μας ανασφάλειας, ζήλειας ή ματαιοδοξίας. Οι ανθρώποι που υμνούσαμε γίνονται σύμβολα προς αποφυγή. Τα παραδείγματα που αντιγράφαμε, δεν τα αντιγράφουμε πλέον.
Υπάρχει μια απορία που νομίζω την έχουμε όλοι κατά καιρούς. Πώς να μας βλέπουν άραγε οι άλλοι μέσα από τα μάτια τους, τι εντύπωση μπορεί να έχουν και αν αυτή είναι ίδια με την εντύπωση που έχουμε εμείς για εμάς. Κάθεσαι σ’ ένα εστιατόριο, ανάμεσα σε τριάντα άλλα άτομα και απολαμβάνεις αυτό που έχεις παραγγείλει ή περιμένεις μέχρι το μάτι σου να γεμίσει από την εικόνα αυτού που θα έρθει κάνοντας, για την ώρα, παρέα με το στομάχι που διαμαρτύρεται. Άν είσαι σε ένα πολύ κουλτουριάρικο μέρος, στην ατμόσφαιρα κυριαρχεί ένας ήχος μονότονος που περιλαμβάνει ήχους από τις συνομιλίες των άλλων τραπεζιών, παράσιτα από τα μαχαιροπίρουνα που ακούγονται μέχρι να κοπεί το κρέας και να σερβιριστεί ή σαλάτα, καθώς και άλλα πολλά. Εάν είσαι σε μια ταβέρνα πολύ πιο κοινωνική, πιο χαλαρή, ο ήχος αυτός θα είναι πάλι συνεχόμενος μεν, αλλά διαφορετικής εντάσεως. Θα έχει και πολλά παιδιά να τρέχουν γύρω από εσένα, κλαίγοντας ή μη. Εκεί που βλέπεις τον κόσμο από τα μάτια σου και σκέφτεσαι με όποιον τρόπο και λογική νομίζεις πως έχεις, κάποιος άλλος όμως σε κοιτάζει χωρίς να το έχεις καταλάβει. Άν σου πέσει ένα κομμάτι φαγητού στο πάτωμα, σίγουρα θα το έχει αντιληφθεί ήδη κάποιος που εσύ δεν πρόσεξες καν. Τέτοιες απορίες έχω και σε ένα πραγματικό χρόνο. Εκεί που συνομιλείς με την πωλήτρια στο φούρνο, να σκέφτεσαι τί εικόνα μπορεί να έχουν τα μάτια της γι’ αυτό που βλέπει, ποιά να είναι άραγε τα χρώματα που γεμίζουν τη δική της οπτική γωνία; Μήπως είναι τα χρώματα που έχουν τα μπουκάλια των γαλάτων που αφήσαμε πίσω μας όταν φύγαμε από τα ψυγεία;
Τα πάντα που υπάρχουν στον κόσμο μας, είναι το αποτέλεσμα της περιέργειας ή της φαντασίας κάποιου. Ακόμα και η φύση είναι το σύνολο των αποφάσεων του Θεού, όποιου Θεού και να πιστεύει ο καθένας, εάν πιστεύει. Ή του Μπιγκ Μπανγκ. Οι ευκολίες που μας παρέχονται επειδή έχουμε κάποια μέσα, είναι και πάλι δυνατότητες που μας πρόσφερε η ανθρωπότητα, εμείς οι ίδιοι δηλαδή. Για όλα αυτά μπορούμε να καμαρώνουμε που τα καταφέραμε ως ανθρωπότητα. Κερδίσαμε με κάποιο έμμεσο τρόπο τον χρόνο, δεν πεθαίνουμε πλέον στα πενήντα. Αδειάσαμε τη Σπιναλόγκα που κάποτε ήταν γεμάτη. Ήπιαμε φραπεδάκι και με τους εξωγήινους, είτε στην πραγματικότητα, είτε σε κάποιο στούντιο, ανάλογα σε ποιό «φεγγάρι» πατήσαμε. Μόνο οι Άγγλοι δεν κατάφεραν πολύ να ενώσουν το ζεστό και το κρύο στις βρύσες τους, με αποτέλεσμα όταν πας να τις χρησιμοποιήσεις, να καείς ή να παγώσεις. Νομίζω το έχει ο λαός εκεί να είναι ή του ύψους ή του βάθους.
Η επιπολαιότητα του καιρού αγγίζει τα πάντα επάνω μας. Ο κόσμος είναι διαφορετικός όπως κι αν τον δεις, όπως κι αν τον βλέπουν οι άλλοι. Αλλά υπάρχει ένα σημείο στον ορίζοντα που το ξέρουμε όλοι, που δεν είναι διαφορετικό όταν το κοιτάζουν πολλοί μαζί. Εκεί που ανατέλλει ο ήλιος γεννιέται η ελπίδα και η ζωή. Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, προσκυνά η ευαισθησία των ανθρώπων όταν θέλουν να κλέψουν κάτι από τα καλά της φύσης. Αυτή την ώρα την απολαμβάνουν ορισμένοι. Εμείς οι πρωινοί τύποι που προλαβαίνουμε αυτό το θέαμα, κάποτε θα δικαιωθούμε για τον αγώνα μας να χάνουμε ώρες ύπνου κατ’ επιλογή. Κάθε άνθρωπος όπως και κάθε λαός, έχει την ταυτότητα του. Ένα σημάδι της δικής μας, είναι να πουλάμε και να αγοράζουμε πράγματα σε μεγάλες ποσότητες, είτε τα χρειαζόμαστε είτε όχι. Η επιρροή της οικονομικής κρίσης όμως, έχει φέρει μεγάλες ανακατατάξεις στο παζάρι. Αρχίσαμε να πουλάμε κομμένα καρπούζια όταν για δεκαετίες είχαμε την πολυτέλεια να τα προωθούμε ολόκληρα. Γινόμαστε κανονικοί Ευρωπαίοι χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Αλλάζουμε.
Το πιο πάνω είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο ΜΠΟΥΧΕΣΑΣ ΚΑΙ ΑΝΩΜΑΛΗ.
[img]