ΜΕ ΛΙΓΗ ΖΑΧΑΡΗ ΣΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΩ
Απελευθερώθηκα και χάθηκα. Έδιωξα τα προβλήματα μου. Πέταξα στο απέραντο όπου μιλάω με τα σύννεφα. Αυτά με χαζεύουν. Άσπρα σαν την ψυχή σου, απαλά σαν τη φωνή σου. Εκεί πάνω κάρφωσα τα συναισθήματα μου με το μελαγχολικό μαχαίρι του έρωτα. Εσύ είσαι αυτός. Τα ηχοχρώματα του λόγου μου μαγνητίζονται από τις αντιδράσεις του κορμιού σου. Μακάρι ν’ άκουγα τα χτυποκάρδια σου με μια αγκαλιά. Είσαι συγκλονιστική. Εκεί που δεν το ‘ξερα, ξαφνικά έκρυβες εσύ μια γλυκιά χαρά που γαργαλά την αγωνία μακριά σου. Που νανουρίζει τα μάτια όταν τα χιλιόμετρα και τα μίλια χωρίζουν τα δικά μας χείλια. Τότε είναι που σβήνω τα όνειρα μου στην άμμο και τα ποτίζω με ζαχαρένια δάκρυα ελπίζοντας να τα γλυκάνει. Μα ο Θεός είναι μεγάλος και πάντα με ακούει, γι’ αυτό και βγαίνεις εσύ σαν μεταμεσονύχτιος ήλιος στολίζοντας με φως τα βήματα μου.
Σε έψαχνα στον ουρανό, στον γαλαξία, πίσω μου. Μα εμφανίστηκες άθελα σου. Τελικά ήσουν μπροστά μου και δε σε έβλεπα ο τυφλός. Τώρα όμως γεύομαι κάθε δευτερόλεπτο την ύπαρξη σου στη ζωή μου. Η πιο ωραία γεύση, καλύτερη και από σοκολάτα. Αποσυντόνισες τα διλήμματα μου και με άφησες εκτεθημένο στην μαγεία σου. Μου κάνει νόημα το σύμπαν σου κι εγώ τολμώ να ρισκάρω και σ’ ακολουθώ. Θα ‘μουν βλάκας να σ’ άφηνα. Θα σ’ ακολουθώ μέχρι το τέλος, μέχρι να φτάσει στο τέλος το ταξίδι σου στον αστερισμό μου. Μη φύγεις ποτέ, σε παρακαλώ.
Φτιάχνεις χαμόγελα στο πρόσωπο μου, παίζοντας απλά με το αεράκι που γίνεται καραμέλα στα χέρια σου. Και τώρα που το σκέφτομαι, διαπιστώνω πως οι στιγμές μακριά σου ξεχείλησαν. Πρέπει να σε δω για να ξαναφορτίσω τις μπαταρίες μου. Να σε δω να με κοιτάς και να παραλύσω όπως κάθε φορά μπροστά στα παιδικά σου μάτια. Θέλω να μου χαρίσεις τις ανέμελες σου ελπίδες να τις κάνω παραμύθι, μ’ εσένα και μένα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σε θέση μάχης για ενα αγώνα πάθους. Ο πόθος θα είναι η αιτία. Απλά μέχρι τότε, κράτα ένα ψέμα, αυτό το κρυφό ανάμεσα μας, μέχρι να γίνει αλήθεια.
Να ξέρεις όμως μπορεί να είναι εικοσιτέσσερα τα γράμματα, αλλά εγώ συνέχεια διψώ να σε κοιτώ κατάματα. Δίπλα στην ανάσα σου το βλέμμα μου σιωπά. Γιατί αντιστέκεται στη «φασαρία» που κάνουν τα δικά σου βλέφαρα όταν ανοιγοκλείνουν. Συνυπάρχει το «είναι» σου με το δικό μου για ένα λόγο: Να κάνουν τέλειο το τίποτα, και έγχρωμο το μαύρο. Το ξέρεις κι εσύ εξάλλου, φαίνεται! Ή έστω το νιώθεις, γιατί έμαθες να μην αμφισβητείς το ένστικτο σου.
Το «θράσος» σου να υπάρχεις ξεγυμνώνει, ευτυχώς, την ευχή. Την ευχή του ασυναγώνιστου οδηγητή της καρδιάς, τον σκοπό. Τον σκοπό που ακολουθεί την ανάγκη. Την ανάγκη που με γεμίζει, να σε νοιάζομαι. Να νοιάζομαι για την αθωότητα σου που ευωδιάζει αισιόδοξα τις αυριανές εποχές δίπλα σου…
Το πιο πάνω αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Πλατωνικό Ταξίδι»
[img]