ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ, ΑΥΡΙΟ ΟΜΩΣ ΔΕΝ…
Σάββατο βράδυ, το τελευταίο του Νοεμβρίου… και η βροχή για ακόμα μια φορά δημιουργεί ασύλληπτα σχέδια στην ατμόσφαιρα. Κι αυτή ανταγωνίζεται την ταχύτητα της σκέψης σε ένα δικό τους παιχνίδι…
Κάποτε παραμυθιαζόμασταν για τον θησαυρό που υποτίθεται υπάρχει στην άκρη του ουράνιου τόξου, και άλλοτε για τα χρήματα που θα βρίσκαμε κάτω από το μαξιλάρι μας όταν θα βάζαμε το πρώτο μας δόντι εκεί, την νύχτα πριν κοιμηθούμε. Με παραμύθια μεγαλώσαμε, και πάνω σε παραμύθια στηρίζεται η ζωή μας.
Κάποτε έσταζε από πάνω μου ποτάμι ο ιδρώτας όταν ένιωθα να μου λείπει κάτι. Μετά απλά χέστηκα.
Κάποτε τα άτομα ήταν φίλοι, ενώ η πορεία μας δίδαξε να τους βλέπουμε απλά σαν γνωστούς, και δικαίως όλο αυτό.
Κάποτε έπαιζα κι εγώ στη γειτονιά, πριν μου κλέψουν το πεζοδρόμιο εκείνα τα πράγματα που έχουν τροχούς και κινούνται γρήγορα.
Αμ το άλλο; Κάποτε είχα χρήματα και τώρα ούτε νόμισμα. Α ρε καταραμένη κρίση!
Κάποτε φοβόμουν την μοναξιά, αλλά τώρα την αναζητώ. Μάλλον γιατί οι τόσοι άνθρωποι γύρω μου δεν έχουν να μου προσφέρουν κάτι, μιας και το δείχνουν από μόνοι τους κιόλας.
Σαν το νερό στα φράγματα, που τη μια υπάρχει και την άλλη όχι, έτσι και το ανασφαλές ταξίδι της ζωής ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Την μια ζητάμε κάποιον/αν και την άλλη τον/την διώχνουμε. Ακόμα χειρότερα, κάποτε ζητάμε καρμπονάρα και κάποτε γαλλικό κρασί.
Η ύπαρξη απειλείται από την κοινωνική προσφορά, δηλαδή την αγάπη, τη συμπόνοια και την αντοχή. Αντοχή για ό,τι μαΚακισμένο υπάρχει γύρω (έμψυχο ή άψυχο).
Ακόμα και για ένα χούφτωμα, πας μέσα αδίκαστος! Γιατί όμως ρε; Αφού και η άλλη το θέλει, κι ας το παίζει «πριγκιπέσσα». (Μέσα της παρακαλάει όμως)!
Κάποτε παίζαμε «χουφτώματα» στο δημοτικό… Παλιές καλές στιγμές! Αλήθεια, τώρα τί παίζουν στα δημοτικά;
Όταν αγαπάς όμως, γιατί το αμφιβάλλουν οι άλλοι; Τί πρέπει να κάνεις; Ή μάλλον, πως τους πείθεις; Κάποτε τα μάτια ήταν συμβόλαιο, μα τώρα κι αυτά πλαστογραφούν…
Κάποτε κι εγώ γελούσα περισσότερο, τώρα όμως όχι… φοβάμαι, αλλά δε ξέρω ακόμα τι. Νομίζω φοβάμαι μήπως δεν σταματήσω να γελώ και με παρεξηγήσουν. Ναι, μην με παρεξηγήσουν. Διότι όλοι παρεξηγούν πλέον, όταν κλαις, όταν γελάς, όταν σκέφτεσαι, όταν κοιτάς.
Δάκρυ… Είναι ανθρώπινο. Πρέπει να είναι και αποδεκτό γιατί και τα ζωάκια κλαίνε. Γιατί να μην κλαίνε και οι άντρες; Ας μην το κατακρίνουμε, γιατί αυτός που μπορεί να μετρήσει τον καημό με δάκρυ, είναι αυτός που μπορεί να αφήσει πίσω του τον εγωισμό. Γιατί με το δάκρυ δηλώνεις αισθήματα. Γιατί στο δάκρυ κρύβονται μυριάδες σκέψεις, στιγμές και λόγια… Ας μην το κατακρίνουμε. Εξάλλου κλαίμε γιατί πονάμε, κλαίμε γιατί λυπόμαστε, κλαίμε γιατί αγαπάμε…
Εκείνο το ανελέητο πράγμα που μπορεί να σε φθάσει σε μια μεθυστική ολοκλήρωση με το άπιαστο της συναίσθημα, που είναι; Αυτό που εξουδετερώνει κάθε ανασφάλειες και απωθημένα του υπαρξιακού μας γαλαξία; Μάλλον έχασε το δρόμο και πήγε στην Ανδρομέδα.
Κάποτε χρωμάτιζα τ’ αστέρια με κίτρινο χρώμα στο τετράδιο, σαν μωρό κι εγώ. Τώρα κι αυτά όταν τα βλέπω πέφτουν και δημιουργούν μια περίεργη φοβιτσιάρικη γραμμή από πίσω που εξαφανίζεται αμέσως. Παναγίτσα μου… γιατί έπεσε; Πέθανε;;;;;
Θα ‘θελα να ζήσω κάτι το μεγάλο, ανύπαρκτο, καλύτερο από ό,τι μέχρι τώρα, ουσιαστικό, ειλικρινές, μαγευτικό, παθιασμένο, αμοιβαίο, ζεστό, τρυφερό, όμορφο, αξέχαστο, μοναδικό. Εντάξει, πολλά αντέγραψα από το λεξικό, και θα δυσκολευτεί ο Άη-Βασίλης να μου φέρει κάτι τόσο συγκεκριμένο. Άσε που μπορεί και να μην υπάρχει στην τελική.
Αλλά αφού δεν υπάρχει αυτός ο τύπος, παρά μόνο στα σποτάκια της Coca-Colas. Αχ.. τρελαίνομαι για εκείνη τη διαφήμιση με το φωτισμένο φορτηγό που περνάει μέσα από τα δρομάκια της πόλης και οι κάτοικοι χαίρονται. Μόνο όταν το δω καταλαβαίνω ότι ήρθαν τα Χριστούγεννα. Αλλά όποτε το δω νιώθω πως θα πάθει καμιά ηλεκτροπληξία με τόσα φώτα, και το επόμενο έτος δεν θα το ξαναδούμε.
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ είναι χαζέ, όπως και ό,τι άλλο παίζει εκείνη η τηλεόραση!
Τέλος πάντων,
Κάποτε ήθελα, τώρα όχι. Τώρα ελπίζω. Αύριο μάλλον θα υποθέτω…
Το πιο πάνω αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Πλατωνικό Ταξίδι»
[img]