Μια βόλτα με το αυτοκίνητο σε είχα πάει,
και δεν με ρώτησες τον προορισμό.
Το μόνο που είπες ήταν κάτι γλυκό,
ότι μαζί μου το ξέρεις θα βρούμε τον τρόπο.
Κι ας χαθούμε…
Κοιτάζεις περήφανα γεμάτη ευτυχία
μου παίρνεις το χέρι αργά ξαφνικά,
το αφήνεις στα πόδια σου να το κρατάς,
έτσι γιατί το θέλεις
γιατί έτσι ηρεμείς.
Αυτό ζητάμε να μας γεμίζει,
ένα συναίσθημα ή την ιδέα,
πως κάποιος κάπου κάτι μας δίνει.
Χωρίς να ξέρουμε πως το μετράμε,
είναι αυτό που λέγεται στοργή
Στο τραπέζι επάνω κάτι σκαρώνεις
γελάς πονηρά ενώ μου δίνεις μπουκιές.
Όχι όμως την τελευταία από το φαγητό σου
που έχεις κρατήσει για τον εαυτό σου,
ώστε να πείσεις ότι άλλο δεν θες.
Αλλά από το δικό μου κάτι πάλι τσιμπάς,
σου αρέσει να γελάς όταν με ξεγελάς,
σαν ένα αγαπημένο ψαράκι ξεγλιστράς.
Κι αν το πουλόβερ που μου είχες δώσει
νομίζεις πως είναι αρκετό για ζεστασιά,
τον κάθε επόμενο Χειμώνα θα περνάω
σπίτι μας σε μια δυνατή αγκαλιά,
κι ας μην κρατήσει αυτό το κρύο.
Να μας αγγίζουν, να μας κοιτάνε
να μας χαμογελούν με θαυμασμό,
Δέρμα με δέρμα, να ακουμπάει
και ν´αναστενάζει από εθισμό.
Είναι αυτό που λέγεται στοργή